- ὁλόκαυτος
- ὁλό-καυτος, ganz verbrannt, τὸ ὁλόκαυτον, das Brandopfer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὁλόκαυτος — burnt whole masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολόκαυτος — και ολόκαυστος, η, ο (Α ολόκαυτος και ολόκαυστος, ον) αυτός που κάηκε ολόκληρος, που αποτεφρώθηκε αρχ. αυτός που φλέγεται, που καίγεται. επίρρ... ὁλοκαύτως (Α) με ολόκαυτο τρόπο, με τέλεια καύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + καυτός / καυστος (<… … Dictionary of Greek
ὁλοκαύτως — ὁλόκαυτος burnt whole adverbial ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem acc pl (doric) ὁλοκαυτόω bring a burnt offering imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόκαυτον — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem acc sg ὁλόκαυτος burnt whole neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκαύτοις — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκαύτου — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem/neut gen sg ὁλοκαυτόω bring a burnt offering pres imperat act 2nd sg ὁλοκαυτόω bring a burnt offering imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκαύτους — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem acc pl ὁλοκαυτόω bring a burnt offering imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκαύτων — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem/neut gen pl ὁλοκαυτόω bring a burnt offering imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὁλοκαυτόω bring a burnt offering imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκαύτῳ — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόκαυτα — ὁλόκαυτος burnt whole neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόκαυτοι — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)